- κυνωδῶς
- κυνώδηςdog-likeadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνώδης — κυνώδης, ῶδες (Α) [κύων] 1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, που έχει όψη ή ιδιότητες σκύλου («πιθηκόμορφοι καὶ κυνώδεις δαίμονες», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει ή προσιδιάζει σε σκύλο, σκυλήσιος («κυνώδης ὄρεξις», Γαλ.) 3.… … Dictionary of Greek